ἐπήριστος

ἐπήριστος
ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επήριστος — ἐπήριστος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”